Ο κρητικός αμπελώνας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Το αμπέλι και η ελιά είναι τα κύρια βρώσιμα φυτά που καθορίζουν τον μεσογειακό χαρακτήρα ενός τόπου στο σημείο σύγκλισης της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Είναι μάλιστα τούτη η θάλασσα, η Μεσόγειος, που συνέχει τους καρπούς της παράκτιας γης˙ η θαλασσινή αύρα επηρεάζει τη μοναδική ποιότητα και ποικιλομορφία τόσο του ελαιοκάρπου, όσο και του σταφυλιού.
Η διαχείριση της αμπέλου αποτελεί λοιπόν βασική παράμετρο στη συγκρότηση της «μεσογειακής» ταυτότητας των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στη θαλασσινή αυτή περίμετρο. Στην Κρήτη, τα κουκούτσια του σταφυλιού που βρέθηκαν σε στρώματα του 5000 π.Χ. περίπου (Κνωσός), δείχνουν πόσο πρώιμα ξεκίνησε η σχέση του ανθρώπου με το αμπέλι. Όμως μόνον κατά τους πρώτους αιώνες της Εποχής του Χαλκού (3100 – 2700 π.Χ.) φαίνεται ότι επιτεύχθηκε η εξημέρωση και συστηματική καλλιέργεια της αμπέλου.
Στη συνέχεια, η οικονομική και κοινωνική ζωή των κατοίκων της Κρήτης, τόσο κατά τους προϊστορικούς όσο και κατά τους ιστορικούς χρόνους, συνδέθηκε άρρηκτα με την άμπελο και το κρασί. Αρχαιολογικά ευρήματα, εικονογραφικές παραστάσεις, γραπτές και ιστορικές πηγές τεκμηριώνουν την ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας και τη θέση της στην αγροτική οικονομία και το εμπόριο. Παράλληλα, ερμηνεύουν τη μακραίωνη σχέση της με τις κοινότητες, η οποία βασίζεται στα ευεργετήματα του οίνου, την ευεξία, την ευωχία και κάποτε τη μέθεξη που αυτός προσφέρει σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα της κοινωνικής τους θέσης.
Ακολουθώντας τη θεματική περιήγηση «Οι δρόμοι του κρασιού» στις μόνιμες συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου μας δίδεται η ευκαιρία να επικεντρωθούμε μέσα από το πλήθος των εξαιρετικών εκθεμάτων σε εκείνα που αφηγούνται τη συναρπαστική ιστορία του οίνου, όπως βιώθηκε σε ώρες επίσημες της κοινωνικής ζωής, σε στιγμές μυστικιστικές της λατρείας των θεοτήτων αλλά και σε καθημερινές του μόχθου και της ανάπαυλας.
Το σταφύλι και η μαγική μεταμόρφωση του χυμού του θα συντροφεύει τη χαρά, θα απαλύνει τη λύπη και θα τροφοδοτεί τους δεσμούς που μας μεθούν και μας ενώνουν τότε όπως και σήμερα.
Στέλλα Χρυσουλάκη
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗΣ
Αίθουσα Ι (προθήκες 5-6)
Σκεύη για το κρασί στην Κρήτη κατά την 3η χιλιετία π.Χ.
Κωνικό κύπελλο (ύψος 8 εκ.) και δύο πρόχοι (ύψος 33 εκ.) με μακριά προχοή και δύο οφθαλμοειδή δισκία, κατ’ απομίμηση ανασηκωμένης κεφαλής πουλιού με ανοιχτό ράμφος, με τη χαρακτηριστική κηλιδωτή διακόσμηση («ρυθμού Βασιλικής»). Βασιλική, Κεφάλα, Πρωτομινωικό κτήριο, 2400 – 2300 π.Χ. Δείγμα αγγείων σερβιρίσματος και πόσης της εποχής στην Ανατολική Κρήτη.
Η οινοπαραγωγή αποκτά μια άλλη δυναμική κατά τα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή κατά τους αιώνες ακμής του Προανακτορικού πολιτισμού της Κρήτης. Δεν είναι μόνο οι αρχαιολογικά πια τεκμηριωμένες μαρτυρίες για την εντατική παραγωγή του κρασιού μέσα στους οικισμούς, σε ειδικούς χώρους, όπως π.χ. τα πήλινα πατητήρια (ληνοί) στο Μύρτος (Φούρνου Κορυφή), αλλά και το σερβίτσιο, τα σκεύη κατανάλωσης, κυρίως δηλαδή αυτά της οινοχοείας (κανάτες για το κέρασμα του κρασιού) και της οινοποσίας (κρασοπότηρα), σε όλα τα οικιστικά κέντρα, που παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη εκλέπτυνση, με χαρακτηριστικά που απαντούν σε όλους τους μετέπειτα αιώνες της Εποχής του Χαλκού.
Ιδιαίτερα, οι μορφές των αγγείων σερβιρίσματος, όπως π.χ. του κανατιού με τον ψηλό λαιμό και το αυλακωτό στόμιο (υψίλαιμες πρόχοι), της «τσαγιέρας» με την υπερβολικά μακριά οριζόντια προχοή, δείχνουν την προσαρμογή του σερβίτσιου για τον απόλυτο έλεγχο του κεράσματος του οίνου. Αντίστοιχη μορφολογική ανάπτυξη παρουσιάζουν τα διάφορα ποτήρια (άωτα, μόνωτα, κωνικά, ωοειδή ή και ημισφαιρικά κύπελλα, με ή χωρίς πόδι), που μαρτυρούν μια ποικιλία στη διαμόρφωση των επιτραπέζιων αγγείων πόσης. Όμως ακόμη και η κηλιδωτή διακόσμηση της εποχής, ο περίφημος «ρυθμός Βασιλικής», με καταρρέοντα ερυθρά, καστανά και μελανά διάχωρα, πιστεύεται ότι θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει τις αποχρώσεις που έχει το κρασί ξεχειλίζοντας πάνω στα τοιχώματα του σκεύους. Τόσο τα σχήματα όσο και τα χρώματα αυτών των αγγείων συσχετίζονται με τις οργανωμένες πλέον συνεστιάσεις συμποσιακού χαρακτήρα, γεγονός που θα εξηγούσε την εξειδικευμένη ανάπτυξη των αγγείων κατανάλωσης του κρασιού στην Προανακτορική εποχή, κατά την οποία εικάζεται ότι η οινοπαραγωγή αποτελεί μια από τις δραστικότερες καινοτομίες στην ανάπτυξη του κρητικού πολιτισμού.
Δ.Σ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
2. Αίθουσα ΙΙ (προθήκη 20)
Μικρογραφικοί ληνοί από τους τάφους στο Απεσωκάρι Μεσαράς (Μεσομινωική περίοδος)
Τα πήλινα μικρογραφικά ομοιώματα σκευών που προορίζονταν για το πάτημα των σταφυλιών αντιγράφουν ως προς το σχήμα λειτουργικούς ληνούς, δηλαδή πατητήρια, που έχουν βρεθεί σε διάφορους μινωικούς οικισμούς, όπως το Βαθύπετρο, τα Μάλια, το Παλαίκαστρο και η Ζάκρος. Οι ληνοί μεγάλου μεγέθους είχαν το σχήμα βαθιάς κυλινδρικής λεκάνης με μεγάλη ανοικτή προχοή στη βάση. Συνήθως συνοδεύονταν από δεύτερο αγγείο στο οποίο κατέληγε το περιεχόμενο που έβγαινε από την προχοή του ληνού. Ο ληνός χρησιμοποιούνταν για την οινοποίηση, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τον διαχωρισμό του λαδιού. Η χρήση των ληνών και στις δύο παραγωγικές διαδικασίες είναι πιθανή, καθώς η παραγωγή του κρασιού λαμβάνει χώρα σε διαφορετική εποχή του έτους από αυτήν του λαδιού.
Στον θολωτό τάφο Β στο Απεσωκάρι Μεσαράς βρέθηκαν τέσσερα μικρά ομοιώματα ληνών, ενώ άλλο ένα παρόμοιο ομοίωμα βρέθηκε στον γειτονικό θολωτό τάφο Α. Η απόθεση των ομοιωμάτων ληνών σε τάφους της Μεσαράς ίσως σχετιζόταν με την ταυτότητα των θανόντων ή και με τη χρήση του κρασιού σε τελετουργίες που γίνονταν με αφορμή τις ταφές ή τις επιμνημόσυνες τελετές και περιλάμβαναν ομαδική οινοποσία.
Γ.Φ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
3. Αίθουσα ΙΙI (προθήκη 23)
Σφραγίσματα από τη Φαιστό με σπονδική τελετή
Θραύσματα πήλινων σφραγισμάτων με αποτυπώματα μινωικού δαίμονα που κρατά πρόχου για χρήση σε ιεροπραξίες. Μήκος 6 εκ. Ανάκτορο Φαιστού, περ. 1700 π.Χ.
Δύο θραύσματα πήλινων σφραγισμάτων (ΣΤ 697, ΣΤ 714) φέρουν θρησκευτικές παραστάσεις που σχετίζονται με το κρασί. Αποτελούν τμήμα ενός μεγάλου συνόλου σφραγισμάτων από το ανάκτορο της Φαιστού που αρχικά είχαν δημιουργηθεί από νωπό πηλό για να σφραγίσουν πόμολα που δένονταν με σχοινιά και ασφάλιζαν κιβωτίδια ή θύρες αποθηκών. Πιστεύεται πως τα σφραγίσματα, μετά το άνοιγμά τους, διατηρούνταν σε έναν χώρο ως αποδείξεις των πράξεων αποσφράγισης και, επομένως, και ελέγχου του περιεχομένου των συγκεκριμένων αποθηκευτικών χώρων του ανακτόρου. Η αχρήστευση και συγκέντρωση των 6.000 συνολικά θραυσμένων σφραγισμάτων στο Δωμάτιο 25 ταυτίζεται χρονολογικά με την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του παλαιού ανακτόρου περί το 1700 π.Χ.
Τα δύο συγκεκριμένα σφραγίσματα φέρουν αποτυπώματα που είχαν γίνει με μεταλλικό σφραγιστικό δακτυλίδι (ΣΤ 697) ή με σφραγιδόλιθο (ΣΤ 714). Και τα δύο σφραγιστικά μέσα απεικόνιζαν τον μινωικό δαίμονα, ένα φανταστικό υβριδικό ον που αποτελεί μίμηση της αιγυπτιακής Taweret, της προστάτιδας του τοκετού και της γονιμότητας με μορφή ιπποποτάμου, να κινείται κρατώντας ένα ειδικό σχήμα αγγείου, τη λεγόμενη σπονδική πρόχου. Το συγκεκριμένο θέμα απεικονίζεται πολύ συχνά στην Κρήτη, αλλά και σε τέχνεργα της Μυκηναϊκής περιόδου από την ηπειρωτική Ελλάδα και απηχεί τη συμμετοχή των μινωικών δαιμόνων σε ιεροπραξίες που πιθανώς σχετίζονταν με σπονδές οίνου ή ύδατος.
Γ.Φ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
4. Αίθουσα ΙΙΙ ( Προθήκη 35)
Κρασί για τους άρχοντες: Συμπόσια στο ανάκτορο της Φαιστού
Πρόχους, υποστάτης σκεύους και κρατήρας καμαραϊκού ρυθμού. Ανάκτορο Φαιστού, 1750-1700 π.Χ. Τα αγγεία πιθανώς χρησιμοποιούνταν για επιδεικτική κατανάλωση σε συμπόσια της άρχουσας τάξης του ανακτόρου.
Τα εντυπωσιακά σκεύη που βρέθηκαν στο ανάκτορο της Φαιστού αποτελούν εξαιρετικά δείγματα του λεγόμενου Καμαραϊκού ρυθμού, ενός πολύχρωμου διακοσμητικού ρυθμού που χαρακτηρίζει την κεραμική ανακτορική παραγωγή κατά την περίοδο των Πρώτων Ανακτόρων. Η γραπτή διακόσμηση των αγγείων αυτών εμφανίζει ομοιότητες ως προς τη θεματολογία (αβακωτό, σπείρες, σχηματική απόδοση βράχων), πιθανώς επειδή τα αγγεία αποτελούν προϊόντα του ιδίου εργαστηρίου, ίσως ένα κατά παραγγελία «σερβίτσιο» για επιδεικτική χρήση σε συμπόσια και τελετές της άρχουσας τάξης της κοινότητας της Φαιστού.
Ανάμεσα στα σκεύη ξεχωρίζει ο μεγάλος κρατήρας με το υψηλό πόδι, που μπορεί να ερμηνευτεί ως σκεύος για τη μείξη και την κατανάλωση οίνου σε μεγάλες ποσότητες. Η προσφορά κρασιού στη θεότητα και η ομαδική κατανάλωση οίνου σε συμπόσια φαίνεται ότι αποτελούσαν πρακτικές που κατείχαν κεντρική θέση στις κοσμικές και θρησκευτικές τελετές στις κοινότητες της προϊστορικής Κρήτης. Εύλογα φαντάζεται κανείς την ευφορία που επικρατούσε στα συμπόσια της άρχουσας (και όχι μόνον) τάξης λόγω της κατανάλωσης κρασιού, με την αίσθηση να επιτείνεται από το οπτικό ερέθισμα της διακόσμησης των σκευών, με σπείρες σε έντονη κίνηση και στροβιλισμό, και την ένταση της πολυχρωμίας που χαρακτηρίζει τα αγγεία του Καμαραϊκού ρυθμού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πολυτελές «σερβίτσιο» του ανακτόρου της Φαιστού συναγωνίζεται επάξια τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν την ίδια εποχή στην Κνωσό για παρόμοιες συμποσιακές τελετές. Διακρίνουμε ίσως μέσα από τα πολυτελή αυτά αγγεία την επίδειξη δύναμης της άρχουσας τάξης των ανακτόρων και μια προσπάθεια συνοχής των κατά τόπους κοινοτήτων μέσα από τα μεγαλοπρεπή συμπόσια, σε μια εποχή ανταγωνισμού που θα οδηγήσει στην ανάδειξη της Κνωσού ως πρώτης δύναμης στο νησί κατά την επόμενη περίοδο των Νέων Ανακτόρων.
Ε.Ν.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
5. Αίθουσα IV ( προθήκες 42 – 43)
Νεοανακτορική περίοδος: Από την παραγωγή στην κατανάλωση του κρασιού
Πήλινος ψευδόστομος αμφορέας με διακόσμηση της «Ειδικής Ανακτορικής Παράδοσης». Ανάκτορο Ζάκρου, περ. 1500-1450 π.Χ. Ένας δημοφιλής τύπος αγγείου μεταφοράς κρασιού κατά τη Νεοανακτορική περίοδο που έφερε δύο ή τρεις λαβές, ένα ψευδές και ένα λειτουργικό στόμιο, το οποίο σφραγιζόταν με πηλό ή με την πρόσδεση πώματος από ύφασμα, ξύλο ή δέρμα.
Στο κτηριακό συγκρότημα ανακτορικού χαρακτήρα των Αρχανών και στο ανάκτορο της Ζάκρου, στο απόγειο του μινωικού πολιτισμού κατά την Υστερομινωική Ι περίοδο (1600 – 1450 π.Χ.), βρέθηκαν αγγεία υψηλής ποιότητας, ως προς την τεχνολογία κατασκευής και τη διακόσμηση. Διάφοροι τύποι αγγείων χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση (προσωρινή ή μακροχρόνια), μεταφορά, μετάγγιση, προσφορά και πόση του κρασιού.
Ο ψευδόστομος αμφορέας ήταν ένας δημοφιλής τύπος αγγείου μεταφοράς κρασιού κατά τη Νεοανακτορική εποχή. Έφερε δύο ή τρεις λαβές και ψευδές στόμιο, το οποίο εξουδετέρωνε την ασκούμενη από μέσα πίεση, καθιστώντας δύσκολο τον εκπωματισμό του κατά τη μεταφορά. Το λειτουργικό στόμιο βρισκόταν δίπλα στον λαιμό και σφραγιζόταν με πηλό ή με την πρόσδεση πώματος κατασκευασμένου από ύφασμα, ξύλο ή δέρμα. Με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατό να μεταφερθεί το κρασί με ασφάλεια κατά τη διάρκεια χερσαίων και θαλάσσιων ταξιδιών.
Τα πήλινα ρυτά – κωνικά, ωοειδή, απιόσχημα ή κυπελλόσχημα – χρησιμοποιούνταν και ως σπονδικά σκεύη για τη μετάγγιση ή το φιλτράρισμα χοών που περιείχαν κρασί, μέσω της οπής εκροής που εντοπίζεται στον πυθμένα τους.
Τα κύπελλα διαφόρων ειδών – ημισφαιρικά, κωνικά, κωδωνόσχημα – χρησιμοποιούνταν μαζί με τις πρόχους και τα σπονδικά ρυτά κατά τη διάρκεια κοσμικών συμποσίων για την κατανάλωση κρασιού και τη διεξαγωγή τελετουργιών με την προσφορά χοών. Πιθανός στόχος των κοινωνικο-θρησκευτικών αυτών εκδηλώσεων ήταν η επικύρωση της ανθρώπινης εξουσίας ή η ενίσχυση της πίστης σε κάποια μεταφυσική δοξασία ή οντότητα της μινωικής θρησκείας.
Π.Σ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
6. Αίθουσα V (προθήκη 52)
Το κρασί στη Γραμμική Α
Το κρασί είναι ένα από τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα που παράγονταν στο Αιγαίο κατά την Εποχή του Χαλκού. Στην Κρήτη, ο έλεγχος της παραγωγής και της αποθήκευσής του από τα τέλη του 18ου έως τα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. γινόταν με πήλινα γραφειοκρατικά τεκμήρια, όπως στρογγυλά ενσφράγιστα δισκία και σφραγίσματα, αλλά και μέσω της καταγραφής του στις πινακίδες Γραμμικής Α μαζί με σιτηρά, ελαιόλαδο, ελιές και σύκα. Αν και η γραφή δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα, έχει ταυτισθεί μέσω των αντίστοιχων αναφορών στη μεταγενέστερη Γραμμική Β το λογόγραμμα AB 131/VIN(um), δηλαδή το σημείο που δήλωνε συντομογραφικά το κρασί. Είναι ενδεικτικό ότι αποτελεί αφαιρετική σχεδιαστική απόδοση της αμπέλου σε στηρίγματα και κατά πάσα πιθανότητα αναπτύχθηκε αυτόνομα στην Κρήτη. Η μελέτη των σχετικών αναφορών σε συσχετισμό με τα δεδομένα από τη Γραμμική Β έδειξε ότι τρεις διαφορετικές παραλλαγές του λογογράμματος ίσως δήλωναν το κρασί, τον μούστο και το ξύδι. Άλλα ειδικά σημεία πιθανώς προσδιόριζαν το είδος του κρασιού, δηλαδή παλιό ή νέο κρασί και αρωματισμένο κρασί.
Σχετικές μαρτυρίες έχουν βρεθεί στην Κνωσό, στις Αρχάνες, στη Φαιστό, στην Αγία Τριάδα, στη Ζάκρο, στον Πύργο και στα Χανιά. Στην Αγία Τριάδα της Μεσαράς, μεγάλες ποσότητες κρασιού περιλαμβάνονται σε ανακεφαλαιωτικές πινακίδες που συντάσσονταν στη Βασιλική Έπαυλη και στην Οικία του Λέβητα. Δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα κατάστιχα καταγράφουν παραπάνω από ένα προϊόντα και φέρουν στην επικεφαλίδα τους ένα σημείο δηλωτικό της προέλευσης, πιθανότατα τεκμηριώνουν τη συλλογή του κρασιού από διάφορους οινοπαραγωγούς. Αντίθετα, μια πήλινη πινακίδα Γραμμικής Α από τον μινωικό οικισμό των Αρχανών (Π-Ν 1673) φέρει το λογόγραμμα του κρασιού και πιθανά κύρια ονόματα, οπότε δεν αποκλείεται να αφορά τη διανομή ποσοτήτων κρασιού στο πλαίσιο πληρωμών με διάφορους αποδέκτες.
Γ.Φ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
7. ΑΙΘΟΥΣΑ VI (εκτός προθήκης)
Σκεύη οινοποίησης από την Ανατολική Κρήτη
Η παραγωγή και το εμπόριο της φημισμένης Malvasia di Candia και των σύγχρονων κρητικών οίνων δεν έγινε ξαφνικά αλλά αποτέλεσε το απόσταγμα γνώσης αρκετών γενεών οινοποιών. Πρωτεργάτες ανάμεσα σ’ αυτούς οι οινοποιοί της Εποχής του Χαλκού, οι οποίοι, μέσα από τις δραστηριότητές τους, άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στη διαμόρφωση του κρητικού οινικού τοπίου.
Στοίβες κυπέλλων μαρτυρούν ομαδικές οινοποσίες και παραπέμπουν σε ζωηρές εικόνες κρητικών πανηγυριών, ενώ πολύτιμα στοιχεία για τον κύκλο του κρασιού προέρχονται από εικονογραφικές μαρτυρίες, λογογράμματα του οίνου, παλαιοβοτανικά κατάλοιπα, αποθηκευτικά πιθάρια και πήλινα αγγεία μετάγγισης και πόσης.
Για την περίοδο των Νέων Ανακτόρων, σημαντικές μαρτυρίες για την ανασύσταση του οινικού τοπίου προέρχονται από σταθερές ή κινητές δομές που σχετίζονται με δραστηριότητες οινοποίησης, τους λεγόμενους «ληνούς».
Μέχρι σήμερα, πήλινα σκεύη οινοποίησης, σε διάφορες παραλλαγές, έχουν βρεθεί σε περισσότερες από τριάντα θέσεις, στην κεντρική και κυρίως στην ανατολική Κρήτη, όπως στο Βαθύπετρο, στην Τύλισο, στα Γουρνιά, στη Ζάκρο και αλλού. Τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά αποτελούν ο κυλινδρικός κάδος με προχοή στο κατώτερο τμήμα για τη σύνθλιψη των σταφυλιών και η λεκάνη συλλογής του μούστου σε χαμηλότερο επίπεδο, σε διάφορες παραλλαγές ως προς τη διάταξή τους στον χώρο. Με εξαίρεση την περίπτωση στο Φουρνί Αρχανών, τα περισσότερα βρέθηκαν σε αστικές ή αγροτικές εγκαταστάσεις. Για τον τρόπο λειτουργίας των συγκεκριμένων ληνών, ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η απεικόνιση ληνοβάτη (πατητή) σε παλαιοανακτορική σφραγίδα από τον Χρυσόλακκο Μαλίων.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να αποκλειστεί η σύνθλιψη μικρών ποσοτήτων σταφυλιών με τα χέρια ούτε και η χρήση υπαίθριων πατητηριών, όπως αυτών που σώζονται ακόμη και σήμερα γύρω από τα κρητικά χωριά και συνιστούν μια ιδιαίτερη κατηγορία με μεγάλη διάρκεια στον χρόνο και σημαντική παρουσία στα μεσογειακά πολιτισμικά τοπία του οίνου.
Κ.Α.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
8. Αίθουσα VIII (προθήκη 81)
Ένα φορτίο κρασιού με ιδιαίτερο συμβολισμό
Πρόχους με διακόσμηση πουλιών και πιθοειδές με επιγραφή Γραμμικής Α στο χείλος, εισηγμένα από τις Κυκλάδες. Κνωσός, Ιερά Θησαυροφυλάκια, 1650-1500 π.Χ. Τα αγγεία πιθανώς περιείχαν αγαθά ως προσφορές στο Κεντρικό Ανακτορικό Ιερό της Κνωσού, ανάμεσα στα οποία και μεγάλη ποσότητα κρασιού που αναφέρεται στην επιγραφή.
Τα λεγόμενα «Ιερά Θησαυροφυλάκια» του ανακτόρου της Κνωσού αποτελούν δύο μεγάλες κρύπτες όπου φυλάχθηκαν αντικείμενα τελετουργικής χρήσης και εξοπλισμού του Κεντρικού Ιερού μετά από μια καταστροφή του ανακτόρου γύρω στο 1600 π.Χ. Ανάμεσα στα αντικείμενα, μαζί με τις θεές των όφεων, τα τέχνεργα από ποικίλες πολύτιμες ύλες και τα πολλά σφραγίσματα, περιλαμβάνονται και τριάντα περίπου αγγεία, κυρίως μεγάλες πρόχοι και αμφορείς, τα περισσότερα εγχώριας προέλευσης, αλλά και αρκετά εισηγμένα.
Στα τελευταία αγγεία συγκαταλέγεται ένας αμφορέας, εισηγμένος από τη Νάξο ή την Κέα, με εγχάρακτη επιγραφή της Γραμμικής Α γραφής στο χείλος, που αναφέρει μεγάλη ποσότητα οίνου, συνολικά 3369 λίτρα. Βέβαια, η αναγραφόμενη ποσότητα δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση στην περιορισμένη χωρητικότητα του συγκεκριμένου αμφορέα, αλλά μάλλον υποδηλώνει τη συνολική ποσότητα του φορτίου που έφτασε στην Κνωσό με τη συγκεκριμένη αποστολή. Πως εξηγείται όμως η αποστολή αυτής της μεγάλης ποσότητας κρασιού, αναμφίβολα καλής ποιότητας, από τις Κυκλάδες στην Κρήτη, μια κατ’εξοχήν οινοπαραγωγική περιοχή στο Αιγαίο ήδη από την προϊστορική εποχή;
Στις αρχές της περιόδου των Νέων Ανακτόρων, η Κνωσός αναδύεται ως το ισχυρότερο πολιτικό και οικονομικό κέντρο στο νότιο Αιγαίο, ενώ ο μινωικός πολιτισμός αρχίζει να επηρεάζει τη ζωή και την έκφραση των κυκλαδικών κοινοτήτων σε διάφορα επίπεδα, ξεκινά δηλαδή το φαινόμενο του εκμινωισμού. Η αποστολή των κυκλαδικών αγγείων που φτάνουν στην Κνωσό, και μάλιστα καταλήγουν να είναι μέρος ενός συνόλου με αντικείμενα ιδιαίτερου συμβολισμού για την κοινότητα του ανακτόρου, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια ενέργεια που εκφράζει εύγλωττα το πνεύμα της εποχής. Οι Κυκλαδίτες αποστέλλουν προσφορές στο κεντρικό Ιερό της Κνωσού, αναγνωρίζοντας την εμβέλειά του στον αιγαιακό χώρο. Ειδικότερα η προσφορά κρασιού ενέχει ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς υποδηλώνει την ενεργό συμμετοχή των Κυκλαδιτών σε δρώμενα μινωικού τύπου, που περιλαμβάνουν τις χοές και την κατανάλωση κρασιού στο πλαίσιο θρησκευτικών δοξασιών και τελετουργικών πρακτικών.
Ε.Ν.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
9. Αίθουσα ΙΧ (προθήκη 94)
Ένας αμφορέας από τη γη Χαναάν στην Κρήτη
Πρόκειται για έναν από τους πολλούς πήλινους αμφορείς που έχουν βρεθεί στο σημαντικό λιμάνι του Κομμού και φυλασσόταν στην Οικία Χ. Το τυποποιημένο σχήμα των λεγόμενων Χαναανικών αμφορέων, με το οξυπύθμενο σώμα που καταλήγει σε στενή κυρτή βάση, διευκόλυνε την τοποθέτηση πολλών τέτοιων αγγείων στα αμπάρια των πλοίων. Ο συγκεκριμένος αμφορέας είναι φτιαγμένος από πηλό της νότιας Χαναάν και διατηρεί ίχνη διακόσμησης με ερυθροκάστανες ταινίες. Πιθανότατα είχε εισαχθεί για το πολύτιμο περιεχόμενό του, δηλαδή κρασί ή ρητίνες από την περιοχή της Συρίας-Παλαιστίνης. Οι ανασκαφείς υποστήριξαν ότι το περιεχόμενο τέτοιων αγγείων μεταγγιζόταν σε μικρότερους αμφορείς τοπικής παραγωγής με σκοπό τη μεταφορά του στην ενδοχώρα της Κρήτης. Πρόκειται για ένα από τα πολλά εισηγμένα αγγεία που περιείχαν διαφορετικά προϊόντα και υποδηλώνουν τη λειτουργία του Κομμού ως κέντρου διαμετακομιστικού εμπορίου στον θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε την ανατολική Μεσόγειο με την ηπειρωτική Ελλάδα κατά την περίοδο από το 1375 έως το 1200 π.Χ. περίπου.
Γ.Φ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
10. Αίθουσα ΧΙΙ (προθήκη 128)
Συμποσιακά σκεύη και ενεπίγραφος αμφορέας της Μετανακτορικής περιόδου
Κατά τους τελευταίους αιώνες της Εποχής του Χαλκού, ένα πλήθος πήλινων σκευών που σχετίζονται με το κρασί, και κυρίως με τα συμπόσια, μαρτυρούν ενδιαφέρουσες αποκλίσεις και αλλαγές στις συνήθειες της επιτραπέζιας συμπεριφοράς.
Το περίεργο αγγείο (ψευδόστομος αμφορέας), με το κλειστό κεντρικό στόμιο και τις δύο μικρές, αντίθετες λαβές, αλλά και το λοξό στόμιο, λέγεται ότι μιμείται εργονομικά πολλά στοιχεία του γιδίσιου ασκού (αἴγεον ἀσκὸν) που, όπως φαίνεται από απόσπασμα της Οδύσσειας, αποτελούσε το κατεξοχήν σκεύος μεταφοράς του κρασιού. Ο ψευδόστομος αμφορέας επικράτησε για πολλούς αιώνες στη μεταφορά του οίνου, εφόσον τα χαρακτηριστικά του εξασφάλιζαν τη μεταφορά αλλά και την ασφαλή μετάγγιση του κρασιού στα άλλα σκεύη. Οι επιγραφές στους ώμους των ψευδόστομων αμφορέων, σε Γραμμική Β γραφή – μακρινοί πρόγονοι των ετικετών των σημερινών μπουκαλιών κρασιού με πληροφορίες για τον τόπο παραγωγής και τον ιδιοκτήτη – αποτελούν μία εντυπωσιακή γλωσσική μαρτυρία που επιτείνει την ιδιαίτερη σημασία του αγγείου.
Το ειδώλιο ιπποειδούς (γαϊδουράκι ή φοράδα), που απεικονίζει υποζύγιο για τη μεταφορά δύο αγγείων με σχετικά μεγάλο στόμιο και μία λαβή (μόνωτες πρόχοι), δεν είναι απαραίτητο να συσχετιστεί με τη μεταφορά κρασιού: το πιο πιθανό είναι να μεταφέρει τα σχετικά μεγάλα προϊόντα ενός αγγειοπλάστη, και όχι κάποια αγγεία γεμάτα με υδαρές περιεχόμενο. Θεωρείται βέβαιο ότι με αντίστοιχο τρόπο γινόταν η εγχώρια μεταφορά και διακίνηση των σκευών του κρασιού, είτε των γιδίσιων ασκών είτε των πήλινων υποκατάστατών τους.
Το κύριο αγγείο για την τελική προετοιμασία πριν την κατανάλωση του κρασιού παραμένει ο κρατήρας, ένα μεγάλο ανοιχτό αγγείο που χρησιμοποιούνταν για την ανάμιξη του κρασιού με το νερό, ή/και για την ψύξη του (πάγος – κροντήρι) – μια συνήθεια που πιθανότητα έχει μυκηναϊκή καταγωγή. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, ο γιος της Αριάδνης, με το χαρακτηριστικό όνομα Στάφυλος, δίδαξε πρώτος τον «κεκραμένον οίνον», δηλαδή το νερωμένο κρασί (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 7, 199).
Το χαρακτηριστικότερο αγγείο πόσης αυτής της εποχής είναι το κολωνάτο ποτήρι (υψίποδη κύλικα). Το ποτήρι αυτό είναι μεγαλύτερο, σε σχέση με άλλα, μικρότερης περιεκτικότητας (κύαθοι), και το ιδιαίτερα ψηλό πόδι, όπως και σήμερα, μαρτυρεί πιθανότατα νέες συνήθειες και συμπεριφορές κατά την οινοποσία: το μεγάλο σώμα του ποτηριού σχετίζεται ίσως με τη γευστική συνήθεια της κατανάλωσης νερωμένου κρασιού, ή ακόμη και με διαφορετικές πρακτικές στο πλαίσιο μιας κρασοκατάνυξης, ενώ το ψηλό πόδι, από το οποίο πιανόταν το αγγείο, συνδέεται με τη συμβολική ύψωσή του κατά την έκφραση ευχής ή χαιρετισμού πριν από την πόση (τελετουργική πρόποση).
Τέλος, αξίζει να εστιάσουμε στο πήλινο φλασκί, ένα μικρό, ελαφρύ αγγείο με περιορισμένη χωρητικότητα, ιδανικό στη χρήση του για ταξιδιώτες, το οποίο θα μπορούσε να περιέχει μικρές ποσότητες κρασιού, και όχι απαραίτητα νερού, η ανάγκη του οποίου, ιδιαίτερα για ταξιδιώτες, θα επέβαλε τη χρήση μεγαλύτερου σκεύους.
Δ.Σ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
11. Αίθουσα XXVII (εκτός προθήκης)
Ανάγλυφο από την Κνωσό με γυναικεία μορφή καθήμενη σε βράχο
«…γυναῖκα καθημένην και κρατοῦσαν ἐν ταῖς χερσίν αὐτῆς σταφυλάς και στάχεις…» Μίνως Α. Καλοκαιρινός 1906.
Μια γυναίκα, ίσως θεά, καθισμένη σε βράχο, σε στάση που δείχνει θλίψη ή παραίτηση. Έχει ταυτισθεί με τη Δήμητρα που αναπαύεται αποκαμωμένη στην Αγέλαστο Πέτρα, ψάχνοντας μάταια την Περσεφόνη. Ή ίσως είναι η ίδια η Περσεφόνη ή η αγαπημένη ρωμαϊκή θεά Τύχη. Ο ρωμαϊκός συγκρητισμός, η συγχώνευση θρησκειών στην παγκόσμια αυτοκρατορία της Ρώμης, θολώνει τα όρια και η ταύτιση δεν είναι πάντα εύκολη.
Στο αριστερό χέρι κρατά κέρας Αμάλθειας, την cornucopia των Ρωμαίων, το κατεξοχήν σύμβολο της αφθονίας και της καλής τύχης. Έμμεσα, για τους Κρήτες, παραπέμπει στον μύθο της γέννησης του Κρηταγενή Δία και την αίγα Αμάλθεια, την τροφό του. Από τους ξέχειλους καρπούς, αυτοί που ξεχωρίζουν αμέσως είναι το τσαμπί σταφύλια και τα στάχυα. Αυτά μαζί με την ελιά συνθέτουν τη Μεσογειακή Τριάδα, τη βάση του διατροφικού πολιτισμού του αιγαιακού κόσμου και των μεσογειακών ακτών.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Μίνωα Καλοκαιρινού, το ανάγλυφο βρέθηκε το 1878 όταν ανέσκαψε στην Κεφάλα της Κνωσού. Όμως δεν το πήρε στην οικία του όπως τα περισσότερα ευρήματα, των οποίων τα ίχνη χάθηκαν στη σφαγή του 1898. Το κράτησε ο οθωμανός ιδιοκτήτης της γης ως νόμιμη αμοιβή, όπως ίσχυε τότε στην οθωμανική νομοθεσία. Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου αγόρασε το ανάγλυφο για το Μουσείο, όπου καταγράφτηκε με τον αριθμό 15. Σε αυτόν τον αριθμό και στην αναφορά του Καλοκαιρινού στο σταφύλι και τα στάχυα, βασίστηκε πριν λίγες δεκαετίες η ταύτιση του ανάγλυφου.
Ε.Γ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
12. Αίθουσα XXVII (Εκτός Προθήκης)
Μαρμάρινα γλυπτά για τον Διόνυσο
Γλυπτά του Διονύσου, θεού της αμπελουργίας και του κρασιού από την Κνωσό (αρ. 315 & 410, ύψος 66 εκ. και 43 εκ.) και το χωριό Πλώρα (αρ. 470, ύψος 40 εκ.). Ρωμαϊκοί χρόνοι, 2ος αι. μ.Χ.
Ο Διόνυσος, μια θεότητα που προστέθηκε όψιμα στο πάνθεο του Ολύμπου, φαίνεται ότι προέρχεται από τη θρησκεία των Θρακών ή κατά άλλους των Φρυγών στη Μικρά Ασία. Η πρωτογενής λατρεία του τον αναγνώριζε κυρίως ως θεό της βλάστησης. Ενσωματωμένος τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα στους δημοφιλέστερους θεούς των ελληνικών πόλεων διατήρησε κατά ένα μέρος τη σύνδεσή του με τη Φύση, τη γονιμότητα και τις οργιαστικού τύπου λατρείες, από όπου έφτασε να αναγνωριστεί ως προστάτης της αμπελουργίας, συνακόλουθα και του κρασιού.
Απεικονίζεται συχνά στην τέχνη σε θιάσους από εκστασιασμένες Μαινάδες που χορεύουν πλάι σε οινοβαρείς σατύρους κι ο ίδιος να συμμετέχει στα δρώμενα, κάποτε μέχρι υπερβολής. Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η λατρεία του πέρα από τους δημόσιους ναούς βρήκε συχνά θέση στα σπίτια των ευπόρων, μέσω γλυπτών σε διάφορους τύπους και μεγέθη.
Η Κρήτη, γνωστή για το κρασί της ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, προσανατόλισε στη ρωμαιοκρατία την οικονομία της στις ανάγκες της αξεδίψαστης Δύσης. Η αμπελοκαλλιέργεια επεκτείνεται και μαζί της υποστηρικτικές δραστηριότητες, όπως η κατασκευή αμφορέων για τη μεταφορά και φυσικά το εμπόριο του κρασιού.
Τα τρία γλυπτά της έκθεσης προέρχονται αναμφίβολα από πλούσιες επαύλεις της Κνωσού (τα με αρ. 410 και 315) και της ευρύτερης περιοχής της Γόρτυνας (το με αρ. 470), οι κάτοχοι των οποίων πιθανολογούνται εκτός από πιστοί του Διόνυσου και ως οινοπαραγωγοί.
Στις δυo προτομές παριστάνεται με νεανικά χαρακτηριστικά, αγένειος με το τυπικό στεφάνι από κισσό, στη με αρ. 470 μάλιστα με μικρά κέρατα στο μέτωπο που παραπέμπουν σε σάτυρο, τον συχνό συνοδό του θεού. Το γλυπτό με αρ. 315, ποιοτικό αντίγραφο του χάλκινου πρωτότυπου γλυπτού (330-320 π.Χ.), που αποδίδεται στον εργαστηριακό κύκλο του Πραξιτέλη, τον απεικονίζει σεβάσμιο, ολόσωμο και στηριγμένο σε (χαμένο σήμερα) θύρσο. Η ιδιότητά του ως θεϊκού πάτρωνα του θεάτρου φαίνεται να έρχεται κοντύτερά του.
Κ.Σ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
13. Αίθουσα ΧΙΙΙ (προθήκη 141)
Μια εντυπωσιακή γυναίκα σε μια σπουδαία τελετή
Τοιχογραφία της Παριζιάνας. Ανάκτορο Κνωσού, 1400-1350/1300 π.Χ. Αποτελεί μέρος μιας σύνθεσης που εικονίζει άνδρες και γυναίκες σε τελετουργία συμποσιακού χαρακτήρα.
«Η Παριζιάνα» αποτελεί τμήμα της ευρύτερης σύνθεσης που είναι γνωστή ως «Τοιχογραφία του Δίφρου» ή «Τοιχογραφία της Μετάδοσης των Σπονδών», όπου άνδρες και γυναίκες παριστάνονται σε σκηνή τελετουργίας συμποσιακού χαρακτήρα. Το συγκεκριμένο θραύσμα ονομάστηκε «Η Παριζιάνα» λίγο μετά την ανακάλυψή του, επειδή το πρόσωπο της νεαρής με το λευκό δέρμα, τα έντονα κόκκινα χείλη, τα μεγάλα μαύρα μάτια, τα καλοσχηματισμένα φρύδια και τα περίτεχνα χτενισμένα μαλλιά θύμιζε τις ιδιαίτερα καλλωπισμένες γυναίκες των αρχών του 20ου αιώνα στο Παρίσι, τότε κέντρο της μόδας, της καλαισθησίας και των τεχνών.
Η τοιχογραφία εικονίζει σκηνή συμποσίου, στο οποίο συμμετέχουν ανδρικές και γυναικείες μορφές καθήμενες σε δίφρους (πτυσσόμενα σκαμνιά) που υψώνουν κύπελλα κοινωνίας, τα οποία περιέχουν κατά πάσα πιθανότητα κρασί. Ο ιερός κόμβος στην πλάτη της λεγόμενης «Παριζιάνας» υποδηλώνει ιερατικό αξίωμα και σηματοδοτεί τον τελετουργικό χαρακτήρα του συμποσίου. Στην ίδια υπόθεση συνηγορούν και τα μακριά ποδήρη ενδύματα με λοξές ταινίες των ανδρικών μορφών. Ανάλογες σκηνές επίδοσης υγρών προσφορών δεν απουσιάζουν από τη μινωική εικονογραφία, η συγκεκριμένη σύνθεση όμως αποτελεί την πλέον εύγλωττη σωζόμενη μαρτυρία για τη μορφή του συγκεκριμένου τελετουργικού και την κεντρική σημασία της προσφοράς οίνου στη σφαίρα της κοσμικής και θρησκευτικής ζωής των Μινωιτών.
Ε.Ν.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
14. Αίθουσα XV (Εκτός Προθήκης)
Η αποθήκευση ως σύμβολο κύρους: οι ανάγλυφοι αρχαϊκοί πίθοι
Αποθηκευτικοί πίθοι από τη Λύττο (αριστερά) και τη Φαιστό (κέντρο και δεξιά), 7ος αι. π.Χ. Τα αγγεία αυτά ήταν μεγάλης χωρητικότητας και είχαν αποθηκευτική χρήση.
Οι πίθοι ήταν μεγάλα αγγεία από πηλό που χρησίμευαν για την αποθήκευση και διατήρηση υγρών και στερεών αγαθών. Αποτελούν σημαντική μαρτυρία για τη σπουδαιότητα της αποθήκευσης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και τη σημασία της μεταποίησης των αγαθών. Η αποθήκευση κρασιού σε πίθους έχει επιβεβαιωθεί από οργανικά κατάλοιπα που έχουν βρεθεί σε πίθους στη Λήμνο, την Κρήτη, τη Λευκάδα, την Κέα, τη Σαντορίνη, την Αττική και αλλού. Έχει υπολογισθεί ότι τα αποθέματα αγαθών σε αποθηκευτικούς πίθους σε οικίες αρχαίων πόλεων μαζί με τα εποχιακά προϊόντα που παρήγαγε η κάθε περιοχή πρόσφεραν τη δυνατότητα επαρκούς διατροφής σε πέντε ενήλικα μέλη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα στις αγροτικές περιοχές της χώρας και της Κρήτης.
Οι μεγάλοι αρχαϊκοί πίθοι (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.) διαθέτουν ζώνες ανάγλυφης διακόσμησης στο σώμα και στον λαιμό τους. Η θεματογραφία τους περιλαμβάνει φανταστικά όντα, ζώα και γεωμετρικά σχήματα, και αποτυπώνει το μεγαλείο της τέχνης της αρχαϊκής περιόδου. Οι μεγάλοι διακοσμημένοι πίθοι ανήκαν στην κατηγορία των πολυτελών αγγείων και αποτελούσαν για τον ιδιοκτήτη τους σύμβολα αίγλης και κύρους.
Δ.Μ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
15. Αίθουσα XVII (προθήκη 165)
Χάλκινο ειδώλιο κυπελλοφόρου απο το Ιερό του Ερμή και της Αφροδίτης στη Σύμη Βιάννου
Ο κυπελλοφόρος από τη Σύμη αποτελεί μέρος ενός συνόλου χάλκινων αναθημάτων που μας αποκαλύπτουν λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους την ταυτότητα των αναθετών τους. Τα άλλα ειδώλια εικονίζουν ασπιδοφόρο, κρανοφόρους και μουσικούς με όργανα, εικονογραφώντας το περιεχόμενο της εκπαίδευσης των νέων της Κρήτης, όπως την περιγράφει ο Στράβωνας. Οι αναθέτες των ειδωλίων ήταν οι έφηβοι των αριστοκρατικών γενών, οι οποίοι, αφού ολοκλήρωναν την εκπαίδευσή τους στις αγέλες, γιόρταζαν στο ιερό της Σύμης το πέρασμά τους από την εφηβεία στην ενηλικίωση.
Ένα από τα βασικά προνόμια των πολιτών ήταν η συμμετοχή τους στα κοινά γεύματα που λάμβαναν χώρα στα ανδρεία της πόλης, δημόσια κτήρια όπου διέμεναν και σιτίζονταν οι άρχοντες των πόλεων. Το κύπελλο του κρασιού ήταν ανάμεσα στα δώρα που χάριζε στον νέο πολίτη ο ενήλικος που αναλάμβανε το τελικό στάδιο της διαπαιδαγώγησής του, η οποία περιλάμβανε δίμηνη παραμονή στο βουνό και ενασχόληση με το κυνήγι. Κατά την επιστροφή του στην πόλη ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε γιορτή που διοργάνωναν οι συνομήλικοί του, κατά την οποία του δίδονταν ως δώρα η πανοπλία, ένα επίσημο ένδυμα, ένα βόδι και το απαραίτητο για τα κοινά γεύματα κύπελλο του κρασιού.
Μ.Κ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
16. Αίθουσα XVII (Προθήκη 168)
Πώρινο αγαλματίδιο κυπελλοφόρου (περ. 650 π.Χ.)
Το ακέφαλο αγαλματίδιο από το ιερό στην ακρόπολη της Γόρτυνας αντιπροσωπεύει μια σπάνια για την Κρήτη κατηγορία μικρογλυπτικής. Απεικονίζει μια όρθια γυναικεία μορφή πάνω σε ψηλή βάση με μακρύ χιτώνα, που μόλις αφήνει να διακρίνονται τα πόδια, και μανδύα που άτεχνα αποδίδεται άνισος στις δύο στενές πλευρές. Το αριστερό χέρι άκαμπτο, αφύσικα επίμηκες με μακριά δάχτυλα, είναι κολλημένο στο σώμα, το καμπτόμενο δεξί κρατά χαρακτηριστικό κύπελλο με πόδι.
Ναΐφ λάξευση αποδίδει γυμνό τον αριστερό μαστό με εμφατική τη λεπτομέρεια της θηλής και δεν αφήνει αμφιβολία για το φύλο της απεικονιζόμενης μορφής. Κατάλοιπα κόκκινου χρώματος σε φαρδιές, οριζόντιες ταινίες στο κάτω μέρος των ενδυμάτων δήλωναν την ποικιλοχρωμία τους και αντίστοιχα σε λεπτές λωρίδες παρέπεμπαν στις λεπτομέρειες των σανδαλιών.
Το περιορισμένης σκληρότητας υλικό, τα άκαμπτα, μακριά μέλη προσκολλημένα στο σώμα, η μεγάλη και βαριά βάση για λόγους ευστάθειας και ο τρόπος δουλέματος των εικονογραφικών λεπτομερειών υποδεικνύουν με σαφήνεια έναν τρόπο επεξεργασίας όμοιο με εκείνον σε ξύλινα γλυπτά.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το κύπελλο που κρατάει η μορφή, γιατί ως σχήμα δεν υπήρχε την εποχή της κατασκευής του γλυπτού, αλλά αναπαράγει τύπο των όψιμων μινωικών χρόνων, όπως το κύπελλο με αρ. Π2116 στην απέναντι προθήκη 174. Η συνειδητή αυτή μίμηση ενός παλιού άρα σεβάσμιου αγγείου ξεπερνούσε την καθημερινή χρήση του σκεύους για την πόση του κρασιού, προσδίδοντας την ιερότητα που θα ταίριαζε περισσότερο σε μια τελετουργική χρήση του ή στη θεϊκή υπόσταση του χρήστη του.
Κ.Σ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
17. Αίθουσα XVII (Προθήκη 181)
Κρασί για τον πόλεμο, τη λατρεία, το συμπόσιο. Το κύπελλο του Κομμού
Πήλινο κύπελλο κρασιού με εγχάρακτη παράσταση. Ύψος 11,4 εκ. Ιερό Κομμού, 650-600 π.Χ.
Το κύπελλο του Κομμού βρέθηκε σε έναν ναό που ιδρύθηκε τον 8ο αι π.Χ. στα ερείπια του σπουδαίου μινωικού λιμανιού. Ήταν σπασμένο κοντά σε εστία με κόκαλα ζώων και στάχτες, τυπική εικόνα θυσίας. Παραδίπλα βρέθηκαν και τα κομμάτια μιας χάλκινης ασπίδας, ίσως αφιερώματα κάποιου πολεμιστή.
Το μελαμβαφές κύπελλο δεν είναι απλώς μία κούπα κρασιού, είναι σύμβολο ενός νέου τρόπου ζωής. Το σχήμα του συγκεκριμένου κυπέλλου ήταν το πιο συνηθισμένο και αγαπητό σχήμα για την κατανάλωση κρασιού στις συνεστιάσεις που οργάνωναν οι αρχαϊκές κρητικές πόλεις (τέλη 7ου-5ος αι. π.Χ.). Στην Κρήτη η πόση κρασιού, συχνά από την ίδια κούπα, αλλά και η προσφορά κρασιού στους θεούς είχαν κεντρικό ρόλο σε ιερές τελετουργίες και γιορτές.
Η κούπα του Κομμού συμπυκνώνει τρεις πηγές δύναμης για τους Κρήτες του 7ου αι. π.Χ.: τη λατρεία, τον πόλεμο, και το τελετουργικό συμπόσιο. Μέσα από αυτά οι κρητικές κοινότητες μετασχηματίσθηκαν σε ισχυρά κράτη με ελεύθερους πολίτες ίσους απέναντι στον νόμο, που είχαν υποχρέωση και δικαίωμα να συμπίνουν και να συντρώνε με τους όμοιούς τους.
Η συμβολική δύναμη αυτού του φαινομενικά ταπεινού αγγείου ενισχύεται από την παράστασή του που ανακαλεί ηρωικά επεισόδια της Ιλιάδας. Ο τεχνίτης χάραξε στη μελανή επιφάνεια την πιο πολυπρόσωπη παράσταση που γνωρίζουμε ως σήμερα από τα περίπου 5000 χρόνια αρχαίας κεραμικής παραγωγής στην Κρήτη.
Ε.Γ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
18. ΑΙΘΟΥΣΑ XΙΧ (Προθήκη 185)
Κρατήρες για κρασί – σκεύη για τη ζωή και τον θάνατο. Νεκροταφείο Τεκέ Κνωσού
Κωδωνόσχημοι κρατήρες από το νεκροταφείο Τεκέ στην Κνωσό, 9ος αι. π.Χ. Τα αγγεία αυτά χρησιμοποιούνταν για την ανάμιξη του κρασιού με νερό.
Οι αρχαίοι Έλληνες σπάνια έπιναν ανέρωτο κρασί, «άκρατον οίνον». Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα ευρύστομα αγγεία, τους κρατήρες, και η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κεράννυμι, που σημαίνει αναμιγνύω. Η συνήθης αναλογία ανάμειξης ήταν τρία μέρη νερού προς ένα οίνου. Ο Ησίοδος γράφει στο «Έργα και Ημέραι», 595-6: «κρήνης δ᾽ ἀεινάου καὶ ἀπορρύτου, ἥ τ᾽ ἀθόλωτος, τρὶς ὕδατος προχέειν, τὸ δὲ τέτρατον ἱέμεν οἴνου – Κι από αέναη κρήνη και τρεχούμενη, αθόλωτη, να χύνεις πρώτα τρία μέρη το νερό, ενώ το τέταρτο κρασί να ρίχνεις».
Οι κρατήρες έχουν, συνήθως, βαθύ σώμα, ευρύ στόμιο, βαριά βάση και δύο λαβές. Πήλινα αγγεία αυτού του τύπου ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή σε όλες τις εποχές. Στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου κάνουν την εμφάνισή τους κατά κύριο λόγο κωδωνόσχημοι κρατήρες, με ωοειδές σχήμα, διακοσμημένοι σε ζώνες και μετόπες. Τα αγγεία φέρουν συνήθως τις στερεότυπες γεωμετρικές διακοσμήσεις της περιόδου, ενώ ορισμένα κοσμούνται με παραστάσεις ανθρώπων, θεών, μυθικών τεράτων και ζώων.
Σε αρκετές περιπτώσεις, καθώς πρόκειται για μεγάλα αγγεία, χρησιμοποιήθηκαν και ως τεφροδόχα αγγεία, όπως και τα συγκεκριμένα του νεκροταφείου Τεκέ Κνωσού. Το νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (11ος – 8ος αι. π.Χ.) βρίσκεται μεταξύ του Αγίου Ιωάννη Κνωσού και του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, σε μια άλλοτε αγροτική περιοχή, γνωστή με την ονομασία Τεκές και πλέον Αμπελόκηποι. Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια έφεραν στο φως ένα από τα πλουσιότερα νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στον αιγαιακό κόσμο, με έναν μεγάλο αριθμό τάφων.
Δ.Μ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
19. Αίθουσα ΧΧ (Εκτός Προθήκης)
Ψηφιδωτό με κάνθαρο από τη Χερσόνησο
Το ψηφιδωτό αποτελούσε επένδυση δαπέδου ενός διαδρόμου πολυτελούς οικίας που οδηγούσε προς το κύριο δωμάτιο της τραπεζαρίας με την ψηφιδωτή σύνθεση των πτηνών. Εικονίζει ένα απλό σχέδιο καλυκόσχημου κρατήρα από τον οποίο εκφύονται βλαστοί κισσού. Είναι κατασκευασμένο από λίθινες ψηφίδες μελανού χρώματος σε λευκό βάθος και απλά εκτελεσμένο, όπως θα ταίριαζε σε έναν μαθητή ενός εργαστηρίου ψηφοθετών. Το θέμα του είναι ευχάριστο, προϊδεάζοντας τον επισκέπτη του σπιτιού για την επικείμενη οινοποσία, καθώς τόσο ο κισσός όσο και ο κρατήρας είναι στοιχεία που συνδέονται άμεσα με την καλλιέργεια της αμπέλου και την κατανάλωση του κρασιού αντίστοιχα.
Βρέθηκε στην περιοχή του λιμανιού της Χερσονήσου και είναι ένα από τα πολλά ψηφιδωτά που εντοπίστηκαν στην περιοχή, μοναδικοί μάρτυρες των πολυτελών οικοδομημάτων κατά μήκος της ακτής. Η Χερσόνησος ήταν το επίνειο της πόλης της Λύττου κατά την ελληνιστική περίοδο και υπήρξε μια από τις λίγες ανεξάρτητες πόλεις μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν ένα πλούσιο λιμάνι με έντονη εμπορική δραστηριότητα, που αναμφίβολα περιλάμβανε και τη διακίνηση του διάσημου κρητικού οίνου για εξαγωγή προς διάφορα λιμάνια της Μεσογείου.
Μ.Κ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
20. ΑΙΘΟΥΣΑ XΧ (Προθήκη 199)
Οι κάνθαροι της Λύττου
Κάνθαροι από τη Λύττο, τρίτο τέταρτο 3ου αι. π.Χ. Οι κάνθαροι ήταν κύπελλα, με μία ή δύο λαβές, χαρακτηριστικά αγγεία πόσεως κρασιού.
Τα κύπελλα, με μία ή δύο λαβές (κάνθαροι), ήταν χαρακτηριστικά αγγεία πόσεως που χρησιμοποιούνταν στα συμπόσια και αποτελούσαν σύμβολα του Διονύσου. Εκτός από τα αγγεία με ζωγραφικές παραστάσεις, ήδη από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, έκαναν την εμφάνισή τους και μελαμβαφή αγγεία, τα οποία παράγονταν σε μεγάλους αριθμούς. Τα σχήματα και η στιλπνότητα της μαύρης επιφάνειας υποδηλώνουν ότι μιμούνταν μεταλλικά πρότυπα. Ήταν, βέβαια, φθηνότερα από τα διακοσμημένα αγγεία. Από το α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., τα αγγεία αυτά φέρουν συχνά και μια πολύ διακριτική διακόσμηση με εγχάρακτα και εμπίεστα μοτίβα.
Η παραγωγή, διάδοση και κατανάλωση των συμποτικών αγγείων ή των αγγείων πόσης στον ελλαδικό χώρο είναι μάρτυρες της κοινωνικής ιστορίας των αρχαίων Ελλήνων. Τα αγγεία, περίτεχνα πλασμένα και με φαντασία διακοσμημένα, πρέπει να έπαιζαν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των αρχαίων και στις συμποτικές συνήθειές τους, ενώ ανάλογα με τη διακόσμησή τους αναδείκνυαν τον πλούτο των κατόχων τους.
Τα συγκεκριμένα αγγεία προέρχονται από το στρώμα καταστροφής της αρχαίας Λύττου, μίας από τις σημαντικότερες αρχαίες κρητικές πόλεις, στις βόρειες υπώρειες του όρους Δίκτη (ανατολικά του Καστελλίου). Η πόλη, αποικία των Λακεδαιμονίων κατά την παράδοση, απέκτησε δύναμη και τελικά βρέθηκε σε διαμάχη με την Κνωσό, από την οποία καταστράφηκε το 220-221 π.Χ.
Δ.Μ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
21. Αίθουσα ΧΧ (Προθήκη 202)
Κρητικός οίνος και ροδιακοί αμφορείς
Αμφορέας κρασιού (ύψος 72,5 εκ.) και ενσφράγιστες λαβές ροδιακών αμφορέων. Αγία Πελαγία, 3ος-1ος αι. π.Χ. Μέσω των αμφορέων με οξυπύθμενη βάση, το κρασί μεταφερόταν σε όλη τη Μεσόγειο.
Η πρώτη αναφορά για το κρητικό κρασί στα ιστορικά χρόνια περιέχεται στην Οδύσσεια του Ομήρου. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που περιλαμβάνουν κεραμικά εργαστήρια παραγωγής εμπορικών αμφορέων στο νησί χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο (3ος – 1ος αι. π.Χ.). Ανάμεσα στις θέσεις αυτές είναι η Κνωσός, η Ιεράπετρα, ο Μόχλος, ο Τρυπητός, τα Φαλάσαρνα και ο Άγιος Νικόλαος. Τα περισσότερα δείγματα εισηγμένων αμφορέων της Κρήτης προέρχονται από τη Ρόδο. Οι ροδιακοί αμφορείς είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι επειδή διαθέτουν τετράπλευρα ή στρογγυλά σφραγίσματα στις λαβές τους με το σύμβολο του ήλιου ή του ρόδου και τα ονόματα των επωνύμων αρχόντων και πιθανώς του αγγειοπλάστη. Οι κρητικοί αμφορείς αντιθέτως έμεναν συνήθως ασφράγιστοι ή σφραγίζονταν με μικρή σφραγίδα που περιείχε τα αρχικά του ονόματος του αγγειοπλάστη. Εξαίρεση του κανόνα αυτού αποτελούν οι ενσφράγιστες λαβές που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια με το εθνικό ΙΕΡΑΠΥΤΝΙΟΣ, μαρτυρία της σπουδαιότητας της πόλης στο εξαγωγικό εμπόριο.
Στα ρωμαϊκά χρόνια (1ος – 3ος αι. μ.Χ.) το κρητικό κρασί γνωρίζει μεγάλη άνθηση και οι κρητικοί αμφορείς ταξιδεύουν σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Πρόκειται για τον γλυκύ κρητικό οίνο που άντεχε στη ναυσιπλοΐα, σε αντίθεση με τον υδατώδη που αναφέρει ο Γαληνός, λευκό άοσμο κρασί και ευπαθές στις μεταφορές. Πιθανό μέσο συντήρησης του κρασιού ήταν το βρασμένο θαλασσινό νερό ή το θαλασσινό αλάτι σε μικρή ποσότητα.
Μ.Κ
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
22. Αίθουσα XXI (Προθήκη 212)
Τεκμήρια εμπορίου
Η αμπελουργία και η συνεπαγόμενη παραγωγή κρασιού στην Κρήτη των ιστορικών χρόνων μαρτυρείται και από γραπτά κείμενα και από αρχαιολογικά ευρήματα. Η διακίνηση του κρασιού όμως φαίνεται ότι δεν είχε έντονα εξαγωγικό χαρακτήρα πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια. Ομοίως και δείγματα της νομισματικής παραγωγής των κρητικών πόλεων σπάνια συναντιούνται σε εξωκρητικά εδάφη. Ως αποτέλεσμα αυτής της υστέρησης, η ανεύρεση σε ανασκαφές στο νησί αμφορέων εισαγμένου κρασιού όσο και νομισμάτων κομμένων σε πόλεις-κράτη ή βασίλεια του ευρύτερου ελληνικού κόσμου από τη Μακεδονία και τη Θράκη ως την Αίγυπτο και από τα Ιόνια νησιά ως τη Συρία δεν μας παραξενεύει.
Βέβαια τα ξένα νομίσματα μπορούσαν να φτάσουν εδώ και με άλλους τρόπους, όχι πάντα ειρηνικούς (μισθοφορία, πειρατεία κ.ά.). Η συχνή όμως αντιστοίχιση προέλευσης νομισμάτων και ενσφράγιστων αμφορέων κρασιού τεκμηριώνει ότι κάποιες αργυρές κοπές Θάσου και πολύ συχνότερα Ρόδου ή Κνίδου σχετίζονται με τις εισαγωγές από αυτές τις περιοχές κρασιού με καλή φήμη.
Το όνομα του επώνυμου άρχοντα, ο μήνας κατασκευής ή ένα σύμβολο του τόπου ή o συνδυασμός τέτοιων στοιχείων σε σφραγίσματα στους αμφορείς μεταφοράς του κρασιού αποτελούσαν εγγύηση του περιεχομένου, της ποιότητάς του και του χρόνου παραγωγής, συνιστούσαν λοιπόν κατά ένα τρόπο μια πρώτη μορφή «ετικέτας επωνυμίας». Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του σφραγίσματος σε λαβή αγγείου από τη Ρόδο, όπου δίπλα στο «επί (άρχοντος) Κλεωνύμου» απεικονίζεται ανάγλυφο κεφάλι του θεού Ήλιου με ακτινοφόρο διάδημα, όπως περίπου αποδίδεται και στις σύγχρονες αργυρές δραχμές του νησιού.
Κ.Σ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
23. Αίθουσα XXII (Εκτός Προθήκης)
Σταφύλια για τους νεκρούς. Η σαρκοφάγος του ΠΟΛΥΒΟΥ
Το Μουσείο Ηρακλείου απέκτησε την σαρκοφάγο του ΠΟΛΥΒΟΥ στις αρχές του 20ου αι. Παλιότερα λειτουργούσε ως γούρνα οθωμανικής κρήνης έξω από την πύλη του Αγίου Γεωργίου.
Οι παραστάσεις που κοσμούν τις πλευρές της παραπέμπουν στα Ελευσίνια μυστήρια, τη λαμπρότερη γιορτή προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, που επικεντρωνόταν στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
Σε πρώτο πλάνο απεικονίζεται η cilliba, το τυπικό ρωμαϊκό τραπέζι των συμποσίων. Είναι στρωμένο με καρπούς ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ένα ζουμερό τσαμπί σταφύλι. Κάτω από το τραπέζι στέκει κλεισμένο ερμητικά το ιερό σκεύος των Ελευσίνιων Μυστηρίων, η Cista Μystica, με τα «ιερά πράγματα» της θεάς που ήταν κρυφά για τους πολλούς.
Το παραπέτασμα που πλαισιώνει τη σκηνή, ο σκελετός που κοιτάζει ευθεία μπροστά, ο αυλητής, ένα παιδί, ένα ηλιακό ρολόι που μετρά τον χρόνο, συνθέτουν μια ονειρική, υπερβατική σκηνή, μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο καρπός της αμπέλου στο στρωμένο τραπέζι, σαρκώδης και αιμάτινος, δημιουργεί αντίβαρο ως αιώνιο σύμβολο της αφθονίας και της ζωής.
Περίπου δύο αιώνες μετά τον ενταφιασμό του ΠΟΛΥΒΟΥ στην πολυτελή σαρκοφάγο του, ο Χριστιανισμός επικράτησε ως επίσημη θρησκεία και τα Ελευσίνια Μυστήρια απαγορεύτηκαν. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. καταστράφηκε ο ναός της Δήμητρας στην Ελευσίνα και θανατώθηκε το τελευταίο ιερατείο. Όμως η άμπελος και το κόκκινο γλυκό κρασί διατήρησαν την ισχύ τους στα μυστηριακά δείπνα των πρώτων Χριστιανών, ως «φάρμακο αθανασίας και πρόγευση εσχάτων».
Ε.Γ.
Σχεδιάγραμμα θεματικής περιήγησης
Γενική επιμέλεια Στέλλα Χρυσουλάκη, Γενική Διευθύντρια ΑΜΗ
Επιμέλεια Ειρήνη Νικολακοπούλου, Κατερίνα Αθανασάκη, Δευκαλίων Μανιδάκης (αρχαιολόγοι ΑΜΗ)
Συγγραφή κειμένων Κατερίνα Αθανασάκη (Κ.Α.), Ειρήνη Γαλλή (Ε.Γ.), Μαρία Κυρίμη (Μ.Κ.), Δημήτρης Μυλωνάς (Δ.Μ.), Ειρήνη Νικολακοπούλου (Ε.Ν.), Κλεάνθης Σιδηρόπουλος (Κ.Σ.), Παρασκευή Σταματάκη (Π.Σ.), Δημήτρης Σφακιανάκης (Δ.Σ.), Γεωργία Φλούδα (Γ.Φ.) (αρχαιολόγοι ΑΜΗ)
Φωτογραφίες Αρχείο ΑΜΗ (Δευκαλίων Μανιδάκης, Ιωάννης Πατρικιάνος, Ιωάννης Βελεγράκης, Θάνος Καρτσόγλου)
Δημιουργία διαδικτυακής παρουσίασης Δευκαλίων Μανιδάκης (Αρχαιολόγος ΑΜΗ)
Δημιουργία QR codes Νίκος Κριτσωτάκης (ΑΜΗ)
Copyright © Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου 2024
Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Κανένα μέρος της διαδικτυακής παρουσίασης, κείμενα ή φωτογραφίες, δεν επιτρέπεται να αναπαραχθεί, να αποθηκευτεί σε σύστημα ανάκτησης ή να μεταδοθεί με οποιαδήποτε μορφή ή μέσο, χωρίς προηγούμενη άδεια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου.